- σπονδείους
- σπονδεί̱ους , σπονδεῖοςused at a libationmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπονδειακός — ή, όν, ΜΑ [σπονδεῑος] 1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από σπονδείους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σπονδειακός (ενν. πούς) ο αντίσπαστος* (U U). επίρρ... σπονδειακῶς Μ έτσι ώστε να αποτελείται από σπονδείους … Dictionary of Greek
εξάμετρο — Στίχος της κλασικής μετρικής. Αποτελείται από έξι πόδες, εκ των οποίων οι πέντε είναι δάκτυλοι, που μπορούν να αντικατασταθούν από σπονδείους, και ο έκτος δισύλλαβος. Το ε. (ειδικότερα το δακτυλικό ε.) είναι ο παραδοσιακός στίχος της αρχαίας… … Dictionary of Greek
ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… … Dictionary of Greek
δακτυλοσπόνδειος — δακτυλοσπόνδειος, ο (Μ) (μετρ.) στίχος με δακτύλους και σπονδείους … Dictionary of Greek
δισπόνδειος — δισπόνδειος, ον (Α) μετρική ενότητα που αποτελείται από δύο σπονδείους). [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + σπονδείος] … Dictionary of Greek
ισχιορρωγικός — ή, ό (Α ἰσχιορρωγικός, ή, όν) αυτός που έχει πάθει μετακίνηση τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος αρχ. (για στίχους) φρ. «ἰσχιορρωγικον μέτρον» εξάμετρος στίχος με σπονδείους στη β , δ και στ χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ, ρωγ ός «ρωγμή» (<… … Dictionary of Greek
ολοσπόνδειος — ὁλοσπόνδειος, ον (Μ) (για στίχο) αυτός που αποτελείται μόνο από σπονδείους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σπονδεῖος] … Dictionary of Greek
πεντάμετρος — η, ο / πεντάμετρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πέντε μέτρα ή από πέντε πόδες 2. το αρσ. ως ουσ. ο πεντάμετρος (ενν. στίχος) (μετρ.) στίχος αποτελούμενος από πέντε μετρικούς πόδες, δηλαδή από δύο ημιστίχια, που περιλάμβαναν το καθένα δύο… … Dictionary of Greek
σιμμίσιον — το, ΝΑ [Σιμμίας] σχήμα τής αρχαίας μετρικής, κατά το οποίο η πενταποδία κάθε στίχου καταλήγει σε έναν ή δύο σπονδείους και το οποίο χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ο ποιητής Σιμμίας … Dictionary of Greek
σπονδίζω — (I) ΜΑ [σπονδή] σπένδω, κάνω σπονδή μσν. μέσ. σπονδίζομαι συνθηκολογώ με κάποιον. (II) Μ χρησιμοποιώ σπονδείους στον στίχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σπονδ ειάζω, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek